- επιβαρύνομαι
- επιβαρύνομαι, επιβαρύνθηκα, επιβαρημένος βλ. πίν. 49——————Σημειώσεις:επιβαρύνομαι : η μτχ. επιβαρημένος με η προέρχεται από το βαρώ.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πεντηκοστεύομαι — Α [πεντηκοστή] 1. φορολογούμαι, επιβαρύνομαι με τον φόρο τής πεντηκοστής ή καταβάλλω τον φόρο τής πεντηκοστής 2. (για πράγμα) καταβάλλεται, πληρώνεται ο φόρος μου 3. α) (κατά τον Αρποκρ.) «τὴν πεντηκοστὴν πράττομαι» β) (κατά τον Φώτ.)… … Dictionary of Greek